- μονοτυπικός
- η , ό[ν] монотипный;
μονοτυπική μηχανή — монотип
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοτυπική μηχανή — монотип
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοτυπικός — ή, ό 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία ταξινομική βαθμίδα η οποία περιλαμβάνει μία μόνο άμεσα κατώτερη βαθμίδα (α. «μονοτυπικό γένος» το γένος στο οποίο ανήκει ένα μόνο είδος β. «μονοτυπική οικογένεια» οικογένεια στην οποία ανήκει ένα … Dictionary of Greek
μονοτυπικός — ή, ό ο σχετικός με τη μονοτυπία: Μονοτυπική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)